photographer HANS MAULI (circa 1940)

Μόλις
τέλειωσαν οι εκπτώσεις όπου πάλι δεν ψώνισες αυτά που θα ψώνιζες αν είχες
λεφτά, αλλά κι αν είχες, θα προτιμούσες να πας ταξίδι.

Μια
σειρά ασημένιες κούκλες με τα ξεβιδωμένα μέλη τους σε αλλοπρόσαλλες φιγούρες σε
χαιρετάει. Σε κοιτάζουν βαθιά στα μάτια με το υπνωτικό βλέμμα της αγελάδας που
σκέφτεται αν θα φάει γρασίδι ή μήπως να χτυπήσει κάνα σφηνάκι, μπας και της
βγει πιο πικάντικο το γάλα. Κάτι σε έλκει μαγνητικά στη βιτρίνα. Στέκεσαι
αμήχανη να καταλάβεις τι. Ξαφνικά το διαπιστώνεις. Όλες φάτσα κάρτα, σοφές κι
αμίλητες – εκτός από μία! Αυτή η ξεδιάντροπη, στέκεται πλάτη, έχει τουρλώσει τα
οπίσθιά της, ούτε το ωραιότερο μανεκέν τέτοια τελειότητα κι απάνω τους μια
τεράστια ταμπέλα, σαν ποδιά, γράφει «τέλος εποχής, γενικό ξεπούλημα». Δηλαδή; Πουλάει
τα οπίσθιά της; Ή μήπως εννοεί ότι δεν πρόκειται να τα ξαναπουλήσει; Μας
τελείωσαν οι κώλοι και μπήκαμε στα σκέτα εννιάμερα;

Κι
εκεί που κάθεσαι και το φιλοσοφείς, περνάει ο πρώην σου αγκαλιά με μια απ’
αυτές που ορκιζόταν ότι ούτε για την επιβίωση του είδους δεν θα πήγαινε,
εκείνες τις ξανθές που όλοι οι άντρες τις μισούν. Φρενάρουν δίπλα σου, ευτυχώς
είσαι αγνώριστη κάτω απ’ το τεράστιο κασκόλ και το μεταχειρισμένο ημίπαλτο με
την προβατίσια επένδυση, η ξανθιά χασκογελάει διαβάζοντας δυνατά το «τέλος
εποχής», εκείνος τη ρωτάει αν ξεπουλάει σαν την κούκλα, εσύ ακούς υπομονετικά
τις ατάκες τους, μέχρι που απομακρύνονται και τον βλέπεις να τη χουφτώνει. Αποφασίζεις
να βάψεις τα μαλλιά σου ξανθά κι όποιον πάρει ο χάρος.

Περπατάς
διαβάζοντας τις ταμπέλες του δρόμου, αυτός δεν είναι δρόμος που απευθύνεται σε
Έλληνες, είναι για τουρίστες, εκτός κι αν όλοι μάθαμε Αγγλικά αλλά το κρύβουμε.

Δεν
αντέχεις τόση μετεκπτωτική απορρύθμιση, παίρνεις ταξί κι ο οδηγός οδύρεται στο
τιμόνι «δεν είμαι καλά, καθόλου καλά, για σένα πονάω», σε πιάνει η καρδιά σου
με τέτοια ομολογία, στο τσακ κρατιέσαι να μην τον πάρεις αγκαλιά να κλάψετε
ντουέτο. Σου προσφέρει τσιγάρο, το παίρνεις, δεν το ανάβεις, το μασάς ήσυχα, τα
χείλη σου τσούζουν. Ο ταξιτζής ουρλιάζει «δεν είμαι καλά», για να σου θυμίσει
τι είδες με τα ίδια σου τα μάτια.

Τελικά
αυτή η πόλη είναι σουρεαλιστική, μόνο που για να το καταλάβεις πρέπει να μη
μένεις εδώ, άρα καλύτερα να μετακομίσεις, να πας αλλού, ‘εσύ να πας αλλού’ εξανίσταται
ο προδομένος σου εαυτός, «δεν είμαι καλά» ξεφωνίζει ο ταξιτζής, «δεν με νοιάζει
με ποιον ακούς απόψε αυτό το τραγούδι, σου άξιζε μια καλύτερη αγκαλιά», θα
‘θελες να σου είχε πει, αλλά δεν το είπε, είχε ήδη βρει άλλη αγκαλιά πριν
καθαρίσει μαζί σου.

Εσύ
το κορόιδο περίμενες καρφωμένη σ’ ένα τηλέφωνο που όλο και αργούσε, μέχρι που
είπες να πας μια βόλτα στα μαγαζιά και τον είδες να σε ξεπουλάει.

Κι
η ευαισθησία σου ακούμπησε στο ταβάνι της κρεβατοκάμαράς του, τον κοιτάζει και
κλαίει αθόρυβα μην του βρέξει το μαξιλάρι, μην του χαλάσει τον ύπνο, τα μαλλιά
της ξανθιάς γίνονται περούκα για τις ασημένιες κούκλες που ξέμειναν γυμνές στη
βιτρίνα, ώσπου ν’ αλλάξουν οι τιμές των ερώτων.