Τριάντα
χρόνια γάμου, δύο παιδιά, καριέρες, σπίτια, σόγια. Στην αρχή γιόρταζαν μαζί
γενέθλια κι ας μην ήταν την ίδια μέρα. Το έκαναν από αγάπη. Μετά το έκαναν από
βαρεμάρα. Πιο μετά το έκοψαν, είχαν τα γενέθλια των παιδιών τους. Μια υποψία
ερωτηματικού κάτι σαν αγωνία αιωρήθηκε ανάμεσά τους όταν τα παιδιά τους ζήτησαν
να γιορτάσουν την επέτειό τους.
Εκείνος
έπιασε στην κιθάρα το τραγούδι «χάθηκα γιατί δεν είχα τα φτερά γιατί είχα εσένα
Κατινιώ» κι όταν έφτασε στο στίχο «και θα ‘μαι πάντα μόνος», όλοι οι αρσενικοί
της παρέας ανταποκρίθηκαν με μουτρωμένη μελαγχολία και ξεθυμασμένη πολιτική
συνειδητότητα. Εκείνη ανταπέδωσε με το «κόψε τη σάπια την κλωστή που χρόνια μας
ενώνει και πλάι σου και μοναχή ήμουνα πάντα μόνη» και οι γυναίκες
έριξαν ομαδική κορώνα στο «οι άντρες δεν κλαίνε, ω, ω, ω, δεν κλαίνε».
Τα
τραγούδια έδιναν κι έπαιρναν, χόρεψαν, ήπιαν, γλέντησαν. Στο τέλος της βραδιάς
οι φίλοι έφυγαν ευχόμενοι, «να τα χιλιάσετε» και τα παιδιά ζήτησαν χαρτζιλίκι
για να βγουν με την παρέα τους.
Έμειναν
μόνοι να μαζέψουν το σαλόνι, να πλύνουν τα πιάτα. Έκαναν τις δουλειές αμίλητοι,
σε αρμονική συνεργασία, ψιλομεθυσμένοι και γεμάτοι σκέψεις.
«Αύριο
είναι η παρέλαση», του είπε.
«Σαν
αύριο γνωριστήκαμε».
«Έχεις
γκόμενα;»
Η
ερώτηση τον πέτυχε με το κεφάλι χωμένο στο ντουλάπι να τακτοποιεί τα ποτήρια.
Προς στιγμήν σκέφτηκε να πει ‘όχι’ αλλά το «ναι» βγήκε ανεξέλεγκτα λυτρωτικό.
«Την
αγαπάς;»
«Όχι».
«Τότε;»
«Περνάω
την ώρα μου».
Δεν
το ξανασυζήτησαν. Ξάπλωσαν για ύπνο με την τηλεόραση απέναντί τους να παίζει κι
αυτοί βυθισμένοι στις σκέψεις τους να μην καταλαβαίνουν τι βλέπουν.
Χτύπησε
το κινητό του, το κοίταξε και δεν απάντησε. Η γυναίκα του άπλωσε το χέρι της κι
έπιασε το δικό του.
«Τι
θα κάνουμε όταν φύγουν τα παιδιά απ’ το σπίτι;» τον ρώτησε κοιτώντας την οθόνη
που έπαιζε κάποια ταινία.
Δεν
της απάντησε, μόνο της έσφιξε το χέρι πιο δυνατά.
Άφησαν
την τηλεόραση να παίζει, γύρισαν πλάγια κι αγκαλιάστηκαν σκαμνάκι όπως πάντα.
Το πόδι της πάνω στο γοφό του, το χέρι της στην κοιλιά του, το δικό του στο
μπράτσο της. Κοιμήθηκαν.
Το
πρωί σηκώθηκε πρώτη, ξύπνησε τα παιδιά, τα έστειλε στη μάνα της. Άνοιξε το
σεντούκι, έβγαλε τη σχολική της ποδιά, που ευτυχώς της χωρούσε ακόμα, πέρασε το
άσπρο γιακαδάκι, φόρεσε τις παλιές της ελβιέλες με άσπρες κάλτσες, έδεσε τα
μαλλιά της αλογοουρά. Έβγαλε και το δικό του κοστούμι, με τη γραβάτα και το
λευκό πουκάμισο. Λογικά δεν του χωρούσε, όμως το άφησε στην πολυθρόνα απέναντι
απ’ το κρεβάτι τους, δίπλα στην τηλεόραση. Την κοίταξε εκνευρισμένη. Την τσούλησε
με το τραπεζάκι της έξω απ’ την κρεβατοκάμαρα, στο γραφείο τους.
Μπήκε στην κουζίνα, έφτιαξε καφέδες,
έβαλε σε δύο πιατάκια γλυκό του κουταλιού και τον περίμενε. Εμφανίστηκε
αγουροξυπνημένος με τα ρούχα της τελευταίας σχολικής τους παρέλασης που όντως
δεν του χωρούσαν πια. Την κοιτούσε ξαφνιασμένος κι έτοιμος να σκάσει στα γέλια.
Όμως μόλις την είδε, η ηδονή στο βλέμμα του της ομολόγησε ότι δεν είχαν χαθεί
όλα. «Όταν φύγουν τα παιδιά, κάθε μέρα θα είναι παρέλαση» μουρμούρισε
γονατίζοντας μπροστά της ενώ σήκωνε την ποδιά της.