Η ΞΕΝΗ ΜΑΣ
Της Μπελίκας-Αντωνίας Κουμπαρέλη
Μέναμε δέκα
μεταπτυχιακοί στο ίδιο σπίτι, σ’ ένα χωριό έξω απ’ το Μπράντφορντ. Έξι
γυναίκες και τέσσερις άντρες. Μοιραζόμασταν το φαγητό και το νοίκι. Οι
άντρες μοιράζονταν και τη Σάρον, την πενηντάρα γειτόνισσα, που
παραδινόταν μετά από ένα μπουκάλι ρετσίνα. Το αγόραζε και το έπινε μόνη
της ώστε να παριστάνει πως δεν θυμάται τι έκανε.
Ύστερα ερχόταν σπίτι μας, παραπονιόταν για τη μοναξιά της κι εμείς την κερνούσαμε ό,τι είχαμε.
Στις
19 Μαΐου του 1990, ο Χρύσανθος, ο Πόντιος συγκάτοικος, ζήτησε να
γιορτάσουμε με τραγούδια του Στράτου Διονυσίου που είχε πεθάνει πριν μια
βδομάδα γιατί, όπως είπε, ταίριαζαν με το πένθος του τόπου του. Είχε
και την ονομαστική του γιορτή, οπότε διάλεξε και το φαγητό. Αρνίσια
κεφαλάκια στο φούρνο με κριθαράκι. Όμως πού να βρούμε κεφαλάκια αφού οι
Άγγλοι τα απαγόρευαν; Κάποιος πρότεινε την πακιστανική κρεαταγορά.
Πήγαμε
μόνο οι δύο πιο μελαχρινές, χαμογελάσαμε στους κρεοπώλες, τους πείσαμε
να μην πετάξουν τα κεφαλάκια. Μας τα χάρισαν αηδιασμένοι για εμάς, τους
Γιουνάν, τους χριστιανούς.
Το βράδυ κάτσαμε στο γιορτινό
τραπέζι, με το γιουβέτσι στο ταψί, τις σαλάτες μας τις χωριάτικες, την
ελληνική μας φέτα, το ασπρουλιάρικο ψωμί του τοστ και το ισπανικό κρασί
παγωμένο. Δεν αγοράζαμε ποτέ ελληνικό, ήταν πανάκριβο, εκτός απ’ τη
ρετσίνα. Για γλυκό είχαμε σαρακοστιανό χαλβά που αγόρασε ο Χρύσανθος από
έναν Τούρκο και ντράπηκε να τον παρατήσει μόλις άκουσε ότι έκανε δέκα
λίρες το ένα τέταρτο.
Ήρθαν και φίλοι με μπουζούκια,
μπαγλαμάδες, κιθάρες, φαγητά, γλυκά. Το γλέντι τρικούβερτο. Κάποια
στιγμή με τα πιάτα γλειμμένα, ο Γιώργος ο γιατρός, έπιασε το ακέραιο
αλλά αποστεωμένο πλέον κεφαλάκι του, το ακούμπησε στον ώμο του κι άρχισε
να τραγουδάει κοιτώντας το: «Στο σταθμό του Μονάχου, με πέταξε άχου, η
μαύρη μοίρα μου, μάνα κακομοίρα μου… Κάθε άνθρωπος και γλώσσα, ποιόνε
ξέρω, ποιος με ξέρει, αφιλόξενα τα μέρη, παγωμένες οι καρδιές». Όταν
τέλειωσε το τραγούδι φώναξε, «μάγκες, την παρατάω την ειδίκευση, γυρίζω
στην πατρίδα».
Πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε, χτύπησε το
κουδούνι. Η Σάρον. Την κεράσαμε κρασί και γλυκό. Με το που έβαλε το
ποτήρι στα χείλη κι έριξε μια ματιά στο Γιώργο, ψέλλισε μια δικαιολογία
κι εξαφανίστηκε. Δεν ασχοληθήκαμε. Μας έκαιγε η αποχώρησή του. Είχαμε
κάνει το σκατό μας παξιμάδι για τα μεταπτυχιακά μας, καθαρίζαμε σπίτια
οι γυναίκες κι οι άντρες δούλευαν χαμάληδες. Τα πώς και τα γιατί έπεφταν
σύννεφο.
Σε πέντε λεπτά χτύπησε πάλι το κουδούνι. Η αστυνομία.
Μας πήγαν σούμπιτους στο Τμήμα. Καταγγελία για ανθρωποφαγία.
Κοιταχτήκαμε. Η Σάρον. Τα κεφαλάκια.
Ο Χρύσανθος ανέκτησε πρώτος
την ψυχραιμία του και ζήτησε απ’ τους αστυνόμους να πάνε σπίτι, να
πάρουν το μοναδικό κεφαλάκι που είχε μείνει ακέραιο. Μας άφησαν το πρωί.
Ζήτησαν συγγνώμη και μας συνέστησαν να μην ξαναφάμε τέτοιο πράμα. Ο
Γιώργος ακύρωσε το ταξίδι της επιστροφής.
Επί ένα μήνα δέκα
αμίλητοι άνθρωποι, αφού τελειώναμε από δουλειές και σχολές, στεκόμασταν
όλη νύχτα, απέναντι απ’ το σπίτι της Σάρον. Ακίνητοι μες στη βροχή.
Εκείνη κρυβόταν. Όταν μετακόμισε, της φορτώσαμε τα πράγματά της στο
φορτηγό.