ΑΛΜΠΟΥΜ

Της Μαρίζας Κεραμίδα

Στο παγκάκι μπροστά στο μόλο. Ντυμένη όπως πάντα στα μαύρα. Την παρατηρούσα από μακριά χωρίς να το ξέρει.

Και η Πολαρόιντ όπως πάντα κρεμασμένη στο λαιμό της. Αρνιόταν πεισματικά να αγοράσει ψηφιακή. Στην αρχή νόμιζα ότι δεν είχε χρήματα. Της δώρισα μία στα γενέθλια της, Με ευχαρίστησε θερμά, όμως δεν την χρησιμοποίησε. Εξακολουθούσε να κουβαλάει την παλιά, την αυτόματη. Προφανώς την γοήτευε η αμεσότητα του αποτελέσματος.

Ποτέ δεν μου έδειχνε τις φωτογραφίες της. Έλεγε ότι δεν αφορούσαν κανέναν. Με το που έβγαζε μία, έγραφε αμέσως από πίσω, τόπο και ημερομηνία και την καταχωρούσε σε ένα άλμπουμ τριάντα σελίδων που κουβαλούσε πάντα μέσα στο σακίδιό της. Στο τέλος κάθε μήνα αγόραζε το επόμενο. Το παλιό το κλείδωνε στο μπαούλο της σοφίτας του σπιτιού της, που την είχε διαμορφώσει σε στούντιο. Δεν μου εξήγησε ποτέ γιατί κλείδωσε τον κάτω όροφο και δεν ξαναπάτησε εκεί μέσα. Το κλειδί του μπαούλου στο μπρελόκ με τα υπόλοιπα κλειδιά της.

Από τις φωτογραφίες που τραβούσε, μόνο μία έμπαινε στο άλμπουμ. Η καλύτερη. Η επιλογή γινόταν κάθε βράδυ λίγο πριν κοιμηθεί. Την είχα δει αρκετές φορές να τις απλώνει τελετουργικά πάνω στο κρεβάτι δίχως να με πάρει είδηση. Λες και στοχαζόταν κοιτώντας τες. Στη συνέχεια ξεχώριζε ‘τη φωτογραφία της ημέρας’ όπως την έλεγε. Τις υπόλοιπες τις έκοβε μικρά-μικρά κομματάκια με το ψαλίδι. Τα έχωνε στις τσέπες του παλτού της και το πρωί τα εξαφάνιζε, πετώντας τα λίγα-λίγα σε διαφορετικούς κάδους σκουπιδιών και στις σχάρες των υπονόμων που τύχαιναν στον δρόμο της. Κρατιόμουν να μην τρέξω από πίσω της να τα μαζέψω, να συνθέσω το πάζλ, να την καταλάβω.

Η Ρωξάνη, ήταν τα άλμπουμ της. Ακόμα και τις μέρες που φαινομενικά δεν της συνέβαινε τίποτα, εκείνη φωτογράφιζε. Πάντα τον εαυτό της και το νερό. Σε ανύποπτο χρόνο έστρεφε πάνω της την φωτογραφική μηχανή και τραβούσε. Χαρούμενη, λυπημένη, βαμμένη, άβαφτη, όταν έκανε κάποια αλλαγή στο χτένισμα – σίγουρα θα φωτογραφίσει και την πρώτη της ρυτίδα, σε λίγα χρόνια, σκεφτόμουν.

Το νερό τη μάγευε. Η θάλασσα, τα σύννεφα, η βροχή. Ειδικά η βροχή. Πολλές φωτογραφίες με βροχή. Ψιλόβροχο, μπόρα, μέχρι και κεραυνό είχε καταφέρει να αποθανατίσει. Ναι, τον εαυτό της και την βροχή φωτογράφιζε καθημερινά. Εμένα ποτέ. Δεν χωρούσα στον κόσμο της.

Όταν κάποια στιγμή τη ρώτησα γιατί το νερό κι ο εαυτός της, με κοίταξε βαθιά στα μάτια κι απάντησε πως, όταν δεν της αρέσει αυτό που βλέπει, κοιτάζει μέσα από τον φακό γιατί διαστρεβλώνει κι ομορφαίνει τα πάντα. Το νερό, είπε, εξαγνίζει. Δεν κατάλαβα. Μελαγχόλησε. Με άφησε, πήγε στο αγαπημένο της παγκάκι στο μόλο. Μου απαγόρευσε να πλησιάσω. Από τότε την παρακολουθούσα.

Ξέρω πότε την έχασα για πάντα. Ήμασταν στη σοφίτα της, κάναμε έρωτα. Ύστερα μπήκε στο μπάνιο. Είδα τα κλειδιά της, πεταμένα στο ξύλινο πάτωμα. Για μια στιγμή δείλιασα, αλλά ακούγοντας από δίπλα το νερό να τρέχει, το τόλμησα. Ή τώρα ή ποτέ, είπα μέσα μου. Ξεκλείδωσα το μπαούλο της. Απόλυτη τάξη. Φωτογραφικά αριθμημένα άλμπουμ των τριάντα σελίδων, στοιχισμένα και ταξινομημένα χρονολογικά. Μια ζωή σε κουτιά παπουτσιών. Έπιασα ένα στην τύχη. Στο εξώφυλλο ο αριθμός 6, Μάιος 2005. Οχτώ χρόνια πριν. Η δεκατετράχρονη Ρωξάνη, με την οικογένεια της γύρω απ’ το πασχαλινό τραπέζι στην αυλή ενός παραθαλάσσιου σπιτιού. Με λευκό φόρεμα κι ένα στεφάνι από μαργαρίτες για κολιέ. Τσουγκρίζει χαμογελαστή ένα κόκκινο αυγό με έναν πενηνταπεντάρη. Στη λεζάντα: «Ο θείος Νίκος».

Ξεφύλλισα βιαστικά ένα ακόμα άλμπουμ. Αύγουστος 2006. Βγαίνει απ’ τη θάλασσα με το σχεδόν διάφανο βρεγμένο μαγιό της κολλάει στο εφηβικό κορμί της. Χαμογελάει αμήχανα.  Στην λεζάντα, διαβάζω: «Στην πιο όμορφη». Δεν είναι τα δικά της γράμματα. Πρωτοχρονιά 2007. Οικογενειακή φωτογραφία. Ο θείος Νίκος κολλημένος πίσω της, το χέρι του πάνω στον δεξί της ώμο, κίνηση της τελευταίας στιγμής, αν κρίνω από το ξαφνιασμένο και αηδιασμένο βλέμμα της. Δεκέμβρης 2008. Κηδεία. «Υποκρισία», γράφει η λεζάντα. Η Ρωξάνη δεν φαίνεται πουθενά. Πυκνά μαύρα σύννεφα και βροχή. Από εδώ και πέρα φωτογραφίζει μόνο αυτή. Επόμενο άλμπουμ Γενάρης 2009. Καμιά φωτογραφία. Μόνο αμέτρητα αποκόμματα εφημερίδων: Αδελφοκτονία. Το όπλο δεν βρέθηκε ποτέ. 16 χρόνια με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Σε ένα άρθρο αφήνονται υπόνοιες ότι οι δικαστές φάνηκαν επιεικείς γιατί η σύζυγος του νεκρού δήλωσε «καλά να πάθει». Σεπτέμβριος 2010. Κι άλλη κηδεία. «Μάνα, εγώ φταίω», στις λεζάντες. Μια φωτογραφία ενός άντρα πίσω απ’ τα κάγκελα. Καμία λεζάντα.

Δίπλα απ’ τα άλμπουμ, το κουτί της Πολαρόιντ. Το ανοίγω. Ένα μικρό όπλο. Ακούω βήματα. Γυμνή αρπάζει τη μηχανή της. Το φλας αστράφτει στα μάτια μου. «Τώρα ξέρεις».

Ήταν ίσως η μοναδική στιγμή που την ένοιωσα πραγματικά κοντά μου. Ο πόνος της με έβριζε. Απομακρύνθηκα απ’ το μπαούλο της καταντροπιασμένος. Πήγα να την αγκαλιάσω. Πατούσε συνεχώς το κουμπί της Πολαρόιντ. Με τύφλωνε ενώ οπισθοχωρούσα. Στο τέλος με έσπρωξε έξω απ’ την πόρτα. Σε δευτερόλεπτα πέταξε και τα ρούχα μου, μαζί με μία απ’ τις φωτογραφίες που με τράβηξε. Κουβαλάω πάντα πάνω μου την Πολαρόιντ της προδοσίας μου.



Η Μαρίζα Κεραμίδα γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων, Ισπανική Φιλολογία, πήρε μάστερ στην Εκπαίδευση και κάνει διδακτορικό στην Εκπαίδευση εξ αποστάσεως. Εργάζεται στην εκπαίδευση και διαθέτει ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο.