Του χρόνου, της Δέσποινας Δεληγιαννίδου

Ζούσε ανάμεσα στο πριν και στο μετά. Το τώρα ή μάλλον η
απουσία του ήταν που δυσκόλευε τα πράγματα αλλά αυτό το αντιμετώπιζε με
περισσότερα θα. Όχι, δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση αυτή, λύση ανάγκης
θα την έλεγα που όμως δεν έλυνε τίποτα. Αντίθετα έδενε με κόμπους ολοένα
σκληρότερους και με όρους ολοένα πιο σφιχτούς αμφίρροπα.

 Αμφίρροπα;

 Όχι, δεν είναι η κατάλληλη λέξη γιατί υπήρχε και τρίτος εμπλεκόμενος με
ισχυρό τώρα, ανύπαρκτο πριν και ισχυρότερο μετά και δεν του έκανε κανένα
καλό να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο τώρα, το πριν και το μετά. Χρόνο
με τον χρόνο οι χρόνοι μπερδεύτηκαν, οι κλίσεις έγιναν εγκλίσεις, η
συζυγία των ρημάτων απέκτησε χαρακτηριστική κλίση, οι φωνές παθητικές
και ενεργητικές έγιναν δυνατές.

Να πως τα πράγματα κομποδέθηκαν και
έφτιαξαν μια σούπα, που μακάρι να ήτανε βελουτέ αλλά καθόλου δεν έμοιαζε
με τέτοια, με πρώτες ύλες δυστυχισμένες από την αταίριαστη συνύπαρξη.

Κι αυτή παρόλο που ασφυκτιούσε μισοβυθισμένη στη σούπα όλο και την
ανάδευε μη τυχόν και πιάσει πάτο, πράγμα που δεν κατάφερε να αποφύγει,
ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Αναγκάστηκε λοιπόν να κόψει με το, μακάρι
να ήταν σπαθί αλλά μόνο ένα ασθενικό σουγιαδάκι διέθετε, να κόψει λοιπόν
με το σουγιαδάκι κόμπους, να πετάξει τη σούπα και να τρίβει, να τρίβει
την κατσαρόλα ασταμάτητα κάτι που θα συνεχίζει μέχρι να μάθει να ζει το
τώρα, να χτίζει το μετά.

Παρόλο που τώρα πια αναπνέει ελεύθερα και το
πριν έχει μικρύνει, έχει ακόμα άλυτους κόμπους στο στομάχι, είναι γιατί
της λείπει αφόρητα το τρίτο μέρος, χωρίς την παρουσία του δεν υπάρχει
μετά.