«Ο Τελευταίος», της Μπελίκας Κουμπαρέλη

 

     Εργάζεται στο οπλοπωλείο από δεκαοχτώ χρονών. Είναι το ‘δεξί χέρι’ του αφεντικού, το ‘βλήμα’ του, το ‘παιδί’ του, το ‘αρχίδι’ του.
     Γνωρίζει τα όπλα τέλεια. Τα λύνει, τα λαδώνει, τα γυαλίζει και μετά τα ξαναβάζει με σεβασμό στις θήκες τους.
     Καμιά φορά, όταν το ‘μπουλντόκ’ λείπει, βγάζει μια μακροκάνη καραμπίνα και σημαδεύει τη φωτογραφία του στον τοίχο, με όλη την αγάπη που μπορεί να χωρέσει μια σφαίρα για αγριογούρουνο.
Το ωράριό του είναι ελεύθερο. Ό,τι ώρα θέλει πάει, ό,τι ώρα βαριέται φεύγει. Στην πραγματικότητα, ο χρόνος του αρκεί μόνο για μια ‘ριξιά’ στο μπουρδέλο της Μπέμπας κάθε Σάββατο. Τις Κυριακές κοιμάται κι ονειρεύεται πως κυνηγά με τα ‘κορίτσια’ το ‘μπουλντόκ’ χρησιμοποιώντας κάθε όπλο το καταστήματος.
     Εκείνη την Παρασκευή βγήκε για πρώτη φορά η αγγελία του ‘από ογδοηκονταετίας λειτουργούντος διασήμου οπλοπωλείου μας’, για να συμπέσει με την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου. Κόσμος πολύς, πελάτες με τα μάτια καρφωμένα στο όπλο των ονείρων τους, να αγοράζουν κάποιο φτηνότερο και … βλέπουμε του χρόνου.
     Από τη φούρια τους, αλλά και επειδή όλοι σχεδόν, τα ίδια όπλα θαύμαζαν και δεν αγόραζαν παρά φτηνές απομιμήσεις τους, αποφάσισαν από κοινού, αφεντικό και υπάλληλος, να μην τα βάζουν στις θήκες τους, μέχρι να φύγει το λεφούσι.
     Μέσα στο συρφετό, δεν πρόσεξαν αμέσως τη γυναίκα με το βέλο. Μιλώντας με χαμηλή, μπάσα φωνή και δείχνοντάς τους την άδεια οπλοφορίας της, ζήτησε να δει ένα colt 33άρι. Χρόνια είχε να μπει στο μαγαζί τέτοιος πελάτης και το μπουλντόκ τα ‘χασε. Της έβγαλε δέκα, δεκαπέντε όπλα, το ένα ωραιότερο απ’ το άλλο. Κανένα δεν της άρεσε.
     Συγχύστηκε κι ανέβασε το βέλο για να εξηγηθεί καλύτερα. Τότε την έπαθαν όλοι. Μια θαυμαστική σιωπή απλώθηκε ανάμεσα στους άντρες. Το αφεντικό μούδιασε. Ο υπάλληλος ένοιωσε τέτοιο σοκ που, παραλίγο ν’ ανάψει μια ντουμ-ντουμ σφαίρα που κρατούσε, αντί για το τσιγάρο του.
     Όλοι την κοίταζαν άναυδοι περιμένοντας να διαλέξει. Τελικά εκείνη έδειξε ένα colt. Το ωραιότερο και το ακριβότερο του μαγαζιού, ένα απ’ τα σπάνια αποκτήματά τους, όπως  παπαγάλιζε το μπουλντόκ. Θα ‘λεγες πως το όπλο έπρεπε απαραιτήτως να ταιριάζει στη φινέτσα της, πως ο μόνος τρόπος να δικαιολογηθεί η πώληση αυτού του όπλου, ήταν μέσω μιας τέτοιας κατόχου. Κατασκευής του τριάντα, γνήσιο αμερικάνικο, με λαβή από φίλντισι, μέσα σε βελούδινη θήκη και ξύλινη κασετίνα. Το αφεντικό τραύλιζε την ώρα που μετρούσε τα χρήματα. Όσο έκανε το colt από μόνο του, κόστιζαν όλες μαζί οι καραμπίνες αυτής της τόσο εμπορικής μέρας. Της έδωσαν και τις κατάλληλες σφαίρες, αφού ο υπάλληλος της έδειξε, σε ένα άλλο colt, πώς γεμίζει.
     Το κλείσιμο του μαγαζιού βρήκε τον υπάλληλο μόνο, εξουθενωμένο από αφεντικό και πελάτες, μ’ ένα τρέμουλο που του έμεινε απ’ τη στιγμή που είδε τη γυναίκα χωρίς βέλο.
     Τα όπλα παντού, σκόρπια στους πάγκους κι αυτός να γνωρίζει πολύ καλά πως δεν του έφτανε όλη η νύχτα να τα ελέγξει και να τα βάλει στις θήκες τους.
     Έσβησε τα φώτα της ταμπέλας, άναψε το νυχτερινό λαμπάκι της βιτρίνας, τράβηξε τις κουρτίνες, να μη φαίνεται το μαγαζί ανοιχτό, κλείδωσε την πόρτα κι άρχισε την τακτοποίηση.
     Το μυαλό του έτρεχε. Έφτασε στα σαράντα χωρίς φίλους, χωρίς αγάπες, χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτα. Οι γονείς του στο χωριό τον ξέχασαν, οι γείτονες δεν τον ξέρουν, γυρίζει τόσο αργά σπίτι του που προλαβαίνει να πεθάνει δίχως να μάθουν το όνομά του, να τον ανακαλύψουν απ’ τη μπόχα. Το μπουλντόκ είναι ένα καθίκι που τον δουλεύει ότι μαζί θα γεράσουν. Πώς ρε πούστη, αφού εσύ είσαι εβδομήντα κι εγώ σαράντα ;
     Στο χέρι του κρατάει ένα απ’ τα colt. Ξύνει το κεφάλι του με την κάνη. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Κατουριέται. Πάει στον πίσω μεριά του μαγαζιού. Ανοίγει την πορτούλα, αφήνει το colt πάνω στο νιπτήρα. Τελειώνοντας κοιτιέται στον καθρέφτη. Παίρνει το colt και ξύνεται πάλι. Στο αυτί.
     Πατάει τη σκανδάλη.
            ***   
     Κανείς δεν ξέρει αν το όπλο ήταν γεμάτο. Τι μας νοιάζει άλλωστε;