Η τιμή της αποξένωσης
(ή αλλιώς : η δύσκολη σχέση με τον κόσμο)

[ σύντομη και τμηματική παρουσίαση
της ποιητικής συλλογής
της Δήμητρας Αγγέλου
με τον τίτλο «ΣΤΑΖΟΥΝ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ»,
εκδόσεις Μελάνι, 2013 ]


………………………………………………………………………………………

        Το πρώτο βιβλίο με ποιήματα της Δήμητρας Αγγέλου κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες με τον τίτλο «ΣΤΑΖΟΥΝ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ», απ’ τις εκδόσεις Μελάνι. Ήδη απ’ το εξώφυλλο του βιβλίου μπορεί καθένας να αισθανθεί την «υπαρξιακή εξαίρεση» που ταλανίζει τα ποιήματα της Αγγέλου και κατά συνέπεια και την ίδια. Εξώφυλλο και οπισθόφυλλο βρεγμένα με το θλιβερότερο χρώμα των ματιών : το «υπόγκριζο» του ουρανού που αναγκάστηκε να φέρει στις πλάτες του την βροχή. Κι αμέσως στο πρώτο  ποίημα της συλλογής διαβάζουμε : «… Ότι το σπίτι μου κατοικείται μόνο από βροχή…» και λίγο πιο πάνω : «… Ότι είμαι αποκύημα καταιγίδας…», και η καταιγίδα είναι ο υπερθετικός βαθμός της βροχής. Και μέσα σ’ αυτή την πληθώρα του «υπόγκριζου» ένα μικρό στυγερό λευκό τρίγωνο (σαν σημάδι -προς έτι περαιτέρω απομονωτισμό – από στρατόπεδο συγκέντρωσης) μέσα στο οποίο βρίσκονται ασφυκτικά εγκλωβισμένα το όνομα της ποιήτριας και ο τίτλος της συλλογής.

    Καθένας που διαβάζει μία ποιητική συλλογή ξεχωρίζει, για τους όποιους δικούς του λόγους, κάποιες πτυχές. Στην δική μου ματιά καρφώθηκαν η αποξένωση (προσοχή : δεν έχουμε μοναξιά, που συνήθως βρίσκεται «αστικώς έκκεντρη», αλλά έχουμε αποξένωση, που συνήθως βιώνεται μετέωρη), η δύσκολη σχέση με τον έρωτα, με τους ανθρώπους, με τον κόσμο, με την ζωή, με τον θάνατο και κυρίως η συνεχώς εναλλασσόμενη σχέση με τις λέξεις.

    Ας αρχίσουμε την σκηνοθεσία του τοπίου της συλλογής με ένα απ’ τα κορυφαία, για μένα, ποιήματα της συλλογής : «Ανοίγει το στόμα / Κι αντί να σε καταπιεί ο κόσμος / Σε φυσάει δυνατά / Άγρια / Μετατοπίζοντας / Την εξορία σου / Όλο και πιο μακριά». Είναι διαρκές το αίσθημα της Δήμητρας ότι δεν βρίσκεται εντός. Οπουδήποτε εντός. Συχνά νομίζει πως ακόμη κι απ’ την μέρα είναι έξω : «Νιώθω πως βρίσκομαι έξω από τις μέρες», γράφει κάπου, μα ποτέ δεν γράφει το ίδιο και για τις νύχτες. Την ημέρα εξόριστη, την νύχτα αποξενωμένη. Η μοναξιά, η συνεχής αίσθηση και πραγματική κατάσταση της μοναξιάς, θα ήταν μια κάποια λύση, μα να που αυτή η αίσθηση (που δεν φαίνεται να υπάρχει με τον τρόπο που ξέρουμε εμείς οι άλλοι – εξάλλου όλη η ποιητική της ποιήτριας είναι το απέναντι μεταξύ εκείνης και των άλλων), αυτή η λέξη δεν αναφέρεται παρά μόλις δύο φορές στα ποιήματα. Αλλά όμως υπάρχει το έξω; Όχι βέβαια, όχι δυστυχώς, και τούτο το γνωρίζει με πόνο ψυχής η Δήμητρα. «… Όλα με περικυκλώνουν / Αφήνοντάς με έξω». Αυτό όμως δεν είναι ένα έξω ανάερο, μοναδικό, είναι ένα έξω περικυκλωμένο, θλιβερό. Άρα, λοιπόν, πάλι εντός ως αποξένωση, ως πεφταστέρι που γλείφει ραγδαία την ύπαρξη για να φωτίσει, «…Ειδικά αυτών που πέφτουν / Πάντα φωτίζουνε / ‘Όχι όμως τη ζωή / Όχι τη ζωή».

    Απ’ την άλλη, πάλι, ούτε την αίσθηση (με την λογοτεχνικά γοητευτική δύναμη) του περιθωρίου προσδίδουνε τα ποιήματα της Δήμητρας. Τα περιθώριο είναι εξαιρετικά (και δώστε τώρα την ετυμολογική σημασία στην λέξη εξαιρετικά) «αστικοκεντρικό», μόνο ως τέτοιο αναφύεται, μόνο ως τέτοιο αναγνωρίζεται, μόνο ως τέτοιο υπάρχει, μόνο ως τέτοιο λειτουργεί, ως ένα ομόκεντρο σύμπαν. Ίσως, έτσι, το περιθώριο να ήταν μια άλλη λύση. Όμως ούτε αυτό. Σε κανένα ποίημα της Δήμητρας δεν υπάρχει το λεγόμενο περιθώριο. Η Δήμητρα είναι και παραμένει πεισματικά μέσα στους όρους της καθημερινής ύπαρξης και ζωής. Τότε τι; Η Δήμητρα Αγγέλου είναι σύνορο. Και τέτοια είναι τα ποιήματά της. Ας την ακούσουμε : «Η ζωή μου κλείνει την πόρτα / Με αφήνει μέσα; / Έξω; …» Αυτοί ακριβώς οι στίχοι ζωγραφίζουνε το σύνορο, γιατί τι άλλο είναι το σύνορο αν όχι η διερώτηση κι εν τέλει η άγνοια του μέσα ή του έξω; Θυμηθείτε το μετέωρο βήμα του Marcello Mastroianni στην ταινία του Αγγελόπουλου, το οποίο μετά γίνεται το βλέμμα του Οδυσσέα. Γιατί μόνο σε τέχνη μπορούν να μεταμορφωθούνε τα σύνορα. Γιατί μόνο τα σύνορα γεννάνε τέχνη. Το σύνορο της Δήμητρας είναι τόσο απόμακρο (όχι τοπικά, μα εννοιολογικά), τόσο άγνωρο που ούτε να το εξηγήσει στους ανθρώπους μπορεί, ούτε να το κατανοήσει η ίδια είναι δυνατόν. Και κάπως έτσι γεννιούνται τα ποιήματά της. Το ίδιο κάπως έτσι αρχίζει και η δύσκολη σχέσης της με τον κόσμο και τις λέξεις. «… Κι ακόμη χειρότερα / Κινδυνεύω να πάρω το σχήμα των λέξεων που χρησιμοποιώ / Στην προσπάθειά μου να τις σκοτώσω», αλλού                          «… Δυσκολεύομαι γιατί κυμαίνομαι πάντα ανάμεσα στις λέξεις … Οι λέξεις που πνίγονται / Η μία μετά την άλλη…». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι στίχοι αυτοί βρίσκονται σχεδόν (το σχεδόν είναι ένα βασικό γνώρισμα της Δήμητρας) στο τέλος της συλλογής. Δεν θα μπορούσανε ποτέ να προλογίσουνε ή να καθ/ορίσουνε την συλλογή, (ωστόσο και συνεπέστατα αντιθέτως διαβάζουμε σχεδόν στην αρχή της                  συλλογής : «… Μου αρέσει να μασουλάω τις λέξεις / Να τις καταπίνω …», εδώ βρίσκουμε την δημιουργική σχέση με τις λέξεις. Η τροφή παράγει ποιήματα), αντιθέτως, για να γυρίσω στους προηγούμενους στίχους, έρχονται στο τέλος της συλλογής για να ξεκαθαρίσουνε τα πράγματα. Οποιαδήποτε δυσαρμονία ανάμεσα στην Δήμητρα, στα ποιήματα, στους αναγνώστες, μπορεί να είναι μέχρι και αναμενόμενη. Γι αυτό γράφει κάπου προς το τέλος : «… Σε ξεβαπτίζω αγάπη / Με χαρμόσυνη τελετή / Σε κολονάτη / Κολυμπήθρα / Δακρύων». Εδώ θα βρούμε μια ακόμη δύσκολη σχέση (οι δύσκολες σχέσεις δεν σημαίνουν ούτε άρνηση, ούτε μίσος, αντιθέτως μπορεί να δείχνουνε μια ακαταπόνητη προσπάθεια συνεννόησης και επίλυσης) της ποιήτριας μ’ έναν απ’ τους πυλώνες του ανθρώπινου κόσμου. Τον έρωτα. Στο δεύτερο ποίημα της συλλογής η αγάπη γραπώνεται στα δόντια. Αφαιρούνται τα φωνήεντα και γίνεται βουβή. Προς το τέλος η αγάπη ξεβαπτίζεται. Στο ενδιάμεσο την ριψοκίνδυνη επιβεβαίωση της ψυχής και του κορμιού επιφορτίζεται ο έρωτας. Η Δήμητρα δίνεται ξεκάθαρα στον έρωτα. Πλέρια και ανοιχτά. Όχι ως λύση. Δεν θυσιάζει κάτι το τόσο ωραίο και φυσιολογικό στο βωμό της λύσης. Είναι πιότερο πιθανό η ίδια να θυσιάσει τον εαυτό της προκειμένου να μην χαθεί ίχνος ερωτικής αποκορύφωσης. « … Για εσένα άνοιξα τόσες τρύπες / Για εσένα βρέχομαι και κρυώνω / Για εσένα απρόσκλητε με ρήμαξα έτσι». Δεν επιθυμεί την λύση στο έρωτα (όχι, ο έρωτας είναι δικαιωματικά δικός της εξαρχής), εξάλλου γράφει : « Οι επιθυμίες μου είναι άσφαιρες…», αλλά ίσως να την περιμένει απ’ τον ουρανό. Στον έρωτα, το ξαναγράφω, θα θυσιαστεί, εκείνη που ξέρει πόσο πολύτιμες είναι οι πληγές και οι άλλοι που τις και της αρνούνται ακόμη κι αυτές και αντιγράφω ένα απ’ τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής : « Σου ζήτησα να μου φυτέψεις λίγα αγκάθια στο στήθος / Αρνήθηκες / Δε σ’ ενοχλεί που θα πονέσω / Δε σ’ ενοχλεί που σε πονάω / Αλλά που θα τ’ αφαιρέσεις από πάνω σου / Τα έχεις μετρημένα» Πώς να μην παραπονιέται, λοιπόν, αυτό το αιθέριο κορίτσι; : «Το χαμόγελό μου παραμένει ανοιχτό / Μόνο που δεν κατοικείται». Δεν θα βρούμε ποτέ κλάμα στα ποιήματα της Δήμητρας. Θα βρούμε παράπονο, θα βρούμε δάκρυ : «Κάποτε είχα δάκρυα / Σταλακτίτες έγιναν / Τόσο που έμειναν / Δίχως το δέρμα σου ν’ αγγίξουν», θα βρούμε μελαγχολία : «Η μελαγχολία έχει κρυσταλλώσει πάνω μου…», αλλά ποτέ ποταπό κλάμα και πάντα μια προσπάθεια φυγής χωρίς επιστροφή, έστω και χωρίς την δυνατότητα περπατησιάς. Μα αν είναι να γίνει έτσι τουλάχιστον ας γίνει ερωτικά : «… Ή ένας έρωτας να μου κόψει τα γόνατα / Ώστε να μην μπορώ να γυρίσω». Κι όμως δεν είναι ο έρωτας που κυριαρχεί στη συλλογή. Στα περίπου ενενήντα ποιήματα (μάλλον απρόσεκτα υπερβολικός αριθμός) συναντάμε τον έρωτα εμμέσως ή ευθέως όχι πάνω από δέκα φορές, διότι ο έρωτας εκλείπει : «Το φεγγάρι … / Έχει το σχήμα του έρωτα / Κι εκλείπει».

    Καθώς όλα σ’ αυτή την συλλογή συνδέονται και συγχέονται συμπαντικά μεταξύ τους η δύσκολη σχέση με τον έρωτα κρούει σήμα κινδύνου για την σχέση της Δήμητρας και με όλους τους συνανθρώπους, όλους τους συγκοινωνούντες αυτής της μεγάλης πόλης στην οποία η ποιήτρια γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει, της Αθήνας. Σε όλη τη διάρκεια της συλλογής διαπιστώνουμε την αδυνατότητα της ποιήτριας να συμπλεχθεί με τους ανθρώπους. Είτε εκείνοι την κοιτούνε παράξενα, είτε γελάνε μαζί της σαν να ήταν «κουρασμένος κλόουν», είτε αντιστρόφως προσπαθεί εκείνη (μα εδώ έχουμε προσπάθεια) να φορέσει ένα πρόσωπο, έναν εαυτό πιο κοντά στα δεδομένα των άλλων. Ας δούμε μερικές στιγμές αυτής της προσπάθειας : «… Θα λείψω λίγα λεπτά / Να βάλω έναν πιο άνετο εαυτό…», «Αφήνω τον εαυτό μου να διαλέξει ένα πρόσωπο / για σήμερα / Πρέπει να είναι ένα πρόσωπο πρόθυμο», «Πόσο θα παραμορφώσεις το πρόσωπό σου / Προκειμένου κάποιος να δει / Έναν ακόμη άνθρωπο», «…Κι έτσι αρμόζουμε άψογα στα κουτάκια της / πραγματικότητας…». Στα διάφορα κουτάκια της πραγματικότητας η Δήμητρα μπαινοβγαίνει όχι με πολύ άνεση, όχι με την ικανότητα του φιδιού, αλλά με κούραση και πόνο ψυχής και σώματος (δεν ξεχωρίζει η Δήμητρα την ψυχή απ’ το σώμα) και με αμφίβολα αποτελέσματα. Η ποιήτρια προσπαθεί να παίξει ισότιμα με τους συνανθρώπους (οι άλλοι τι κάνουν; δεν διαβάζουμε, μάλλον, πουθενά – εκτός κάποιων στιγμών ειδικών στις οποίες δεν θα αναφερθώ- κάποια “αρνητική” και πικρόχολη κρίση της Δήμητρας για τους άλλους), μα σχεδόν πάντα δεν το καταφέρνει (το πάντα δεν υπάρχει στην Δήμητρα, ή αλλιώς τίποτα δεν υψώνεται στην απόλυτη και ολοκληρωτική του άρνηση, όλα παίζουνε και παίζονται σχεδόν κι έτσι διανοίγεται η ελπίδα του ουρανού). Δεν τα καταφέρνει και γι’ αυτό και γράφει το συγκλονιστικό και σπαρακτικό ποίημα του ενός (εδώ είναι σημαντικός ο μονός αριθμός των στίχων) στίχου : «Ένας ανθρωποδαρμένος άνεμος είμαι».

    Ο άνεμος είναι γέννημα θρέμμα του ουρανού. Και η Δήμητρα τον αγαπάει τον ουρανό, ακόμη και βρόχινο, δεν πειράζει, αρκεί να είναι ουρανός. Γράφει : «… Υπάρχουν ουρανοί που πράγματι δίνουν κουράγιο…». Μα τι συμβαίνει όταν δεν βρίσκει ουρανό; Τι συμβαίνει όταν, όπως              γράφει : «… Δεν υπάρχει οξυγόνο»; Τότε διαπιστώνει (δήθεν ρωτάει για ν’ απαλύνει, όμως σίγουρα γνωρίζει) το εξής άδικο και απογοητευτικό : «Η ίδια όρεξη που είχα για τ’ αστέρια με κατάπιε;» Κι έτσι η Δήμητρα βιώνει και βιώνεται ως πεφταστέρι : «Το είπε μια γριά μάγισσα σαν ήμουνα μικρή / Το είδε ανάμεσα στα μάτια μου / Ένα πεφταστέρι / Εσύ θα πέφτεις / Θα πάρεις φωτιά…». Λαμβάνει, ως εκ τούτου, θέση στην σκηνοθεσία η δύσκολη σχέση της ποιήτριας με την ζωή και τον θάνατο, διάχυτη σε όλα τα ποιήματα και που συμπυκνώνεται σ’ ένα συγκλονιστικό δίστιχο : «Μόλις ξύπνησα / Καλή ώρα ν’ αρχίσει να πεθαίνει κανείς…» και το υπόλοιπο ποίημα που υπάρχει θα μπορούσε να μην είχε δημοσιευτεί, αφού στο δίστιχο που προανέφερα αρχίζει και τελειώνει το ποίημα. Σημειώστε : το «Μόλις ξύπνησα» δεν σημαίνει αναγκαστικά πρωί, όμως σίγουρα και εξαναγκαστικά σημαίνει αρχή. Ότι η αρχή θάνατος. Διαβάζουμε : «… Η γενέτειρα του θανάτου, η μήτρα της καταστροφής…». Υπάρχει ένα κείμενο του Samuel Beckett,  δεν θυμάμαι πιο, στο οποίο ο ήρωας είναι ένας άντρας που περιμένει με αγωνία, μονολογώντας,  την γέννηση του παιδιού του. Μόλις εκείνο γεννιέται ο άντρας αναφωνεί     (τσιτάρω από μνήμης) : επιτέλους όλα “τελειώσανε”. Δεν γνωρίζω αν η ποιήτρια έχει αυτό το κείμενο κατά νου, πάντως η σύμπτωση δονεί απανωτά ρίγη.

    Ωστόσο, κι αυτό θα πρέπει να τονιστεί, η ποιήτρια δεν είναι πεισιθανάτια φιγούρα. Δεν εμφορείται από καμία θανατολαγνεία (η οποία συνήθως λειτουργεί ως η μάσκα της εγωιστικής απόλαυσης της καθημερινότητας). Όσο δύσκολη είναι η σχέση της Δήμητρας με τη ζωή, άλλο τόσο δύσκολη είναι και με τον θάνατο, σχέση δύσκολη που την επιστρέφει με «…Ένα γερό σπρώξιμο…», όπως γράφει, στα μποστάνια της ζωής. Τούτο το διαπιστώνει ο αναγνώστης, εκτός των άλλων, και με ένα ποίημα αρκετά δύσβατο προς ερμηνεία, παρ’ όλο που φαίνεται απλό : «Δεν με τρομάζει ο θάνατος / Μόνο που μοιάζει να έχει πολλαπλασιαστεί / Δεν πρόκειται για έναν θάνατο / Αλλά για μια αρρώστια, μια μόλυνση / Ένα τοπίο ζωής / Όπου τίποτα δεν είναι ζωντανό / Και τίποτα δεν είναι νεκρό / Ένα τοπίο ζωής όπου όλα πεθαίνουν»

   

Έρωτας, θάνατος, ζωή, ουρανός συνθέτουν έναν καμβά ιμπρεσιονιστικής εξομολόγησης οπού όλα συνυπάρχουν στάζοντας το καθένα την δηλητηριώδη δόση του. Για παράδειγμα διαβάζουμε την χρωματική σύμπλευση έρωτα και ουρανού σ’ αυτό το ποίημα : «Το μόνο μέρος στον κόσμο όπου δεν φοβάμαι μη χαθώ / είναι το κορμί σου / Έχεις μια πυξίδα που δείχνει πάντα ουρανό»

    Υπάρχουν και άλλες πτυχές στα πολυεπίπεδα ποιήματα της Δήμητρας Αγγέλου. Η σχέση με τους γονείς, η μητρότητα ως ζήτημα της ιδίας της ποιήτριας, η τρέλα, οι αυτοτραυματισμοί (ηθελημένοι ή όχι κανείς δεν γνωρίζει, ούτε η ίδια). Δεν θα τα αναπτύξω. Δεν μ’ αρέσουν τα κείμενα φυλακές.

    Ας σημειώσω όμως και μερικές μου διαφωνίες. Πρώτα πρώτα διαπιστώνει κανείς ότι σε πολλά ποιήματα υπάρχει μια διολίσθηση φλυαρίας. Πολλές φορές νομίζουμε ότι έχουμε πολλά να πούμε. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι θέλουμε απλώς να γράψουμε πολλά, παρασυρόμενοι απ’ τον καταρράκτη των λέξεων. Παρά ταύτα οφείλω να αναγνωρίσω πως η ποιήτρια χρησιμοποιεί με μεγάλη άνεση την γλώσσα απλά (όχι απλοϊκά), σωστά και ρυθμικά χωρίς να καταφεύγει σε στείρα λογοπαίγνια, χωρίς να κρύβεται πίσω από κολπάκια της γλώσσας (πλην ίσως δύο ή τριών στιγμών που διαπιστώνουμε κάποιες «έξυπνες αντιστροφές» του λόγου μάλλον ανούσιες εν τέλει). Η συμπύκνωση στην ποίηση είναι εφόδιο μακροζωίας. Επίσης διαφωνώ με τον υπερβολικό αριθμό των δημοσιευθέντων ποιημάτων. Κατανοώ πλήρως το πάθος της γραφής και την αγάπη του γράφοντος για κάθε δικό του ποίημα, όμως όποιος/όποια δημοσιεύει οφείλει να σέβεται και τον αναγνώστη και να του προσφέρει τους καλύτερους των καρπών του, αντί να τον αναγκάζει να πρέπει μόνος του να τους αναζητήσει. Τέλος διαπίστωσα μερικές φορές έναν πρόχειρο θαυμασμό στην εφηβική και μεταεφηβική συναίσθηση των πραγμάτων, κάτι που δεν ταιριάζει σε μια ποιήτρια που δημοσιεύει το πρώτον στα 29 έτη της. Τούτο δυστυχώς γίνεται σαφές στον τίτλο της συλλογής. Θα προτιμούσα έναν όχι και τόσο λυρικό και σκουροστάλαχτο τίτλο.

    Η ποιητική συλλογή της Δήμητρας Αγγέλου αποτελεί μια συγκλονιστική στιγμή απόλυτης, άφοβης, ριψοκίνδυνης, ακραιφνούς, κατακρημνιαίας, εκτυφλωτικής και σφαγιαστικά ειλικρινούς, δίχως καμία προσποίηση, κατάθεσης ψυχής και ζωής. Σας προτείνω να την διαβάσετε.

    Δεν ξέρω κατά πόσο το κείμενο αυτό διεκδικεί εμβρίθεια. Δεν μπορώ να γνωρίζω κατά πόσο κατάλαβα τα ποιήματα της Δήμητρας Αγγέλου, πολύ δε περισσότερο την ίδια την Δήμητρα. Όμως αυτό το κείμενο γράφτηκε με προθυμία, ειλικρίνεια και αγάπη. Το κείμενο γράφτηκε στις 19/04/13 μέσα στο τρένο της επιστροφής μου απ’ την Αθήνα στην Λάρισα και μια μέρα μετά την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Δήμητρας Αγγέλου με τον τίτλο «ΣΤΑΖΟΥΝ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ». Το αφιερώνω στην Δήμητρα.

………………………………………………………………………………………………….

ΑΝΤΩΝΗΣ ΨΑΛΤΗΣ